- στατέρι
- το, Νβλ. στατήρας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στατήρας — ο / στατήρ, ῆρος, ΝΜΑ, και στατέρα, η, και στατέρι, το, Ν νεοελλ. 1. παλαιότερη μονάδα βάρους ίση με 44 οκάδες 2. (το ουδ.) όργανο ζύγισης, ζυγαριά, καντάρι 3. φρ. α) «μετρικός στατήρας» μονάδα βάρους ίση με 100 χιλιόγραμμα β) «αγγλικός στατήρας» … Dictionary of Greek
καντάρι — το (λ. ιταλ. ή αραβ.), μονάδα βάρους 44 οκάδων, στατέρι: Το σπίτι αυτό θέλει πολλά κοντάρια ασβέστι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)